ἀναρρύω

ἀναρρύω
ἀναρρύω, ([etym.] ῥύω, ἐρύω)
A draw the victim's head back so as to cut the throat, like Homer's αὐερύω: hence, sacrifice, Epich.139, Pi.O.13.81, Eup.395.
2 [voice] Med., [tense] aor. ἀνερρυσάμην, draw back, rescue, ψυχὴν ἀ. παθέων from . . , Hp.Ep.23;

ἀ. πόλεις Iamb.VP7.33

; ἀ. ἧτταν repair a defeat, D.H.5.46 codd.:—[voice] Pass.,

ἀνερρύσθησαν Just.Nov.115.3.13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναρρύω — ἀναρρύω (Α) 1. στρέφω το κεφάλι του θύματος προς τα πάνω για να του κόψω τον λαιμό, σφάζω, θυσιάζω 2. (μέσ. ομαι) ανασύρω, σώζω, απολυτρώνω 3. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρύω, ερύω «έλκω, σύρω, τραβώ, απολυτρώνω» (πρβλ. αυερύω). ΠΑΡ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ανάρρυσις — ἀνάρρυσις, η (AM) [αναρρύω] μσν. η απελευθέρωση, η απολύτρωση αρχ. η δεύτερη μέρα της εορτής των Απατουρίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”